- εἰδοποιοῦν
- εἰδοποιέωendue with formpres part act masc voc sg (attic epic doric)εἰδοποιέωendue with formpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
τριχοφόρος — Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που… … Dictionary of Greek
Σουάνοι — (Chouans). Βασιλόφρονες αντάρτες της Βρετάνης, της Νορμανδίας και της Βανδέας. Έδρασαν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, από το 1793 έως το 1796 και αντιμετώπισαν με επιτυχία μεγάλες μονάδες του δημοκρατικού στρατού με τη βοήθεια του… … Dictionary of Greek